- διονυσοκολακες
- διονυσοκόλακεςδιονῡσο-κόλακεςοἱ дионисовы льстецы (ирон. прозвище участников дионисовых представлений Arst. и учеников Платона Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διονυσοκόλακες — διονυσοκόλακες, οι (Α) 1. σκωπτική ονομασία τών διονυσιακών τεχνητών, τών ηθοποιών 2. οι κόλακες του τυράννου Διονυσίου … Dictionary of Greek
αλεξανδροκόλακες — Έτσι ονομάστηκαν κοροϊδευτικά οι διάφοροι καλλιτέχνες (κιθαριστές, ραψωδοί, χορευτές, υποκριτές, θαυματοποιοί κ.ά.) που πήραν μέρος στους γάμους του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα Σούσα. Οι καλλιτέχνες αυτοί ονομάζονταν έως τότε χλευαστικά διονυσοκόλακες … Dictionary of Greek